επαλαστώ

επαλαστώ
ἐπαλαστῶ, -έω (Α)
αγανακτώ, οργίζομαι («τὸν δ' ἐπαλαστήσαντα προηύδα Παλλάς Αθήνη», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλαστέω, -ώ «αγανακτώ, οργίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”